10/2/11

Ξεκινάς.
Ξεκινάς κι ελπίζεις ότι θα γράψεις για ανθρώπους άλλους, ξένους ανθρώπους.
Για όλους αυτούς που είναι γύρω σου.

Ξεκινάς κι ελπίζεις ότι δε θα αφήσεις αυτή τη φωτιά μέσα σου να σου πάρει το μυαλό.
Ότι δε θα την αφήσεις να σε παρασύρει στη σκέψη του.

Όχι, δε θα αφήσεις τα μάτια σου να βουρκώσουν ξανά.


Γράφεις για όλα όσα αλλάζουν γύρω σου.
Γράφεις και για όλα όσα μένουν γύρω σου ίδια.

Γράφεις για τα πάντα εκτός από εκείνον.
Κι όμως, μόνο εκείνος είναι στο μυαλό σου.


Κοιτάς τη σελίδα και κάτι δε σου φτάνει.
Κάτι σου λείπει, τη βλέπεις μισή.

Γράφεις αλήθειες-τα ψέματα ποτέ δε μπορούσες να τα βάλεις σε μια γραμμή.
μοιάζουν να φουντώνουν, τα τέρατα` να ξεφεύγουν απ'τις γραμμές και να γεμίζουν σελίδες ολόκληρες` πολλαπλασιαζόμενα με μία μανία πρωτόγνωρη, που σε τρομάζει` ανεξέλεγκτα και τόσο ωμά που μένεις να κοιτάς ανήμπορος τώρα, όσα δημιούργησες να σε πνίγουν

Γράφεις αλήθειες, το ξέρεις αυτό.
Γράφεις αλήθειες, μα δε σε γεμίζουν.

Ζητά η ψυχή σου.
Ζητά η ψυχή σου κι εσύ υπακούς.

Βάζεις το τραγούδι. Τυχαία.
Αυτό που τον θυμίζει.
-αυτό και μαζί του τόσα ακόμη-

Κι είναι σα να ματώνει κάτι μέσα σου βαθιά.
Κι είναι σαν να είναι πάλι μπροστά σου.

Κι ακούς τη φωνή του.
Το ξέρεις, είναι εκεί.
Το ξέρεις, κι ας μην τον βλέπεις.

Εκεί είναι.
Μαζί σου.

Γράφεις ξανά. Σε καινούρια σελίδα.
Γράφεις.
Και γεμίζεις.

Όχι τη σελίδα -αυτή άλλωστε δε πρόλαβε να γεμίσει ακόμη.
-βλέπεις, πάντα σκεφτόσουν πιο γρήγορα απ'ότι έγραφες και έτσι ποτέ δεν κατάφερες να γράψεις όλα όσα σκεφτόσουν-

Όχι, τη ψυχή σου γέμιζες.
Με εκείνον.

Όχι, όχι με εκείνον.
Μόνο με την αγάπη σου.
Με την αγάπη σου γι'αυτόν.

Κουράζεσαι και σταματάς.

Σταματάς.
Όχι γιατί κουράστηκες να γράφεις,
-είχες προσευχηθεί σε κάποιον κάποτε και τον είχες παρακαλέσει να μην κουραστείς ποτέ-

Σταματάς γιατί σε κούρασαν οι φωνές.
Ξεκίνησαν ψιθυρίζοντας. Τώρα πια ουρλιάζουν.

Δύο λέξεις μόνο.

Ματαιότητα.
Ανοησία.

Ματαιότητα κι ανοησία.

Σταματάς και διαβάζεις όλα όσα έγραψες.
Για εκείνον όχι για τους άλλους ανθρώπους, τους ξένους, τους φορτικούς.
Το τραγούδι δε σταμάτησε στιγμή.
-ευλογημένο repeat-

Το σταματάς όμως εσύ.

Όχι,δε θα αφήσεις τα μάτια σου να βουρκώσουν ξανά.

Μάταιο είναι.
Τι ανόητη, τι ανόητη αγάπη!
-και κάπως έτσι αρνείσαι ό,τι ήσουν κι όλα όσα είσαι και θα είσαι-

Μα η ψυχή σου ουρλιάζει:

Ποιός άλλος όμως;
Ποιός;

Αν αυτός δεν είναι αγάπη, τότε ποιός;

Κανείς άλλος. 
Μόνο αυτός.