29/6/10


Όταν δυο ψυχές τελικά συναντιώνται
και ανακαλύπτουν ότι ταιριάζουν,
ότι αλληλοσυμπληρώνονται
και αντιλαμβάνονται
ότι ειναι φτιαγμένες η μία για την άλλη,
ότι τελικά μοιάζουν...

Αναπτύσσεται μεταξύ τους μια καθαρή και φλογερή σχέση,
όπως ακριβώς είναι και οι ίδιες...

Μια σχέση που αρχίζει στη γη και συνεχίζει για πάντα στους ουρανούς
Αυτή είναι η Αγάπη που εσύ εμπνέεις σε μένα...

~Victor Hugo~

27/6/10


Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι.Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο.
Ούτε έξυπνο,ούτε και κουτό.Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε,
που θα μοιαζε μ’ όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια.
Μόλις σουρούπωνε , το έσκαγε απ’ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους,δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιούν νερό….
Περνούσαν λέαινες,ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί και ασβοί και βατραχάκια…
Το σκιουράκι ένοιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι,πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό.Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:
- Μπορείς να μ’ αγαπάς;
Τα πιο πολλά γελούσαν.Άλλα δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν’ απαντήσουν.
Κι άλλα του λέγανε: -Δεν έχω χρόνο – ή δεν ξέρω τι είναι ν αγαπάς…
Κι αυτό γινότανε κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου, μια μέρα
το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:
- Μπορώ.Έλα ν αγαπηθούμε.
- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι!
Πες μου όμως, τι πα’ να πει ν αγαπηθούμε;
- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις.
Και τώρα άκου: Ν’ αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά’ να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Κι έτσι κοιταζόντουσαν στα μάτια για μερόνυχτα….
- Τώρα αγαπιόμαστε;
- Όχι βέβαια.Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό.
Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει και να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα! ...
- Τι ωραίο να σ’ αγαπάω!
Τώρα δεν αγαπιόμαστε;
- Όχι ακόμα. Για ν αγαπηθούμε πα να πει και να χουμε κάτι ο ένας απ τον άλλον.
Έλα ν αλλάξουμε χρώματα.
Δως μου λίγο απ το καστανόμαυρο τρίχωμα σου κι εγώ θα σου δώσω απ’το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έτσι έκαναν...
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια.
Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.
- Τώρα αγαπιόμαστε;
- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο.
Πρέπει ν αγκαλιαστουμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μια αχτίδα από φως.
Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεε... ώπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε;
- Τώρα.
Και που λέτε όσο κι αν φαίνεται παράξενο,κάπως έτσι έγιναν κι έτρεχαν για τον ήλιο.
Κι άρχισε να πέφτει μια βροχή, γλυκιά σα μέλι.
Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ την τεράστια ταχύτητα – που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ αστέρια – έγιναν ένα ...
Κι ύστερα βγήκε απ τον ουρανό τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός. Να τανε χρόνια, να τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος είναι άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε:
- Κουράστηκα.Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστηκα από το τρέξιμο. Θα θελα να γυρίσω πίσω.
- Κουράστηκες;Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα.Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.
- Για μένα είναι.Έπειτα το χω ξανακάνει. Λίγοι αντέχουν δεύτερη φορά.Είναι επικίνδυνο.Γυρίζω πίσω...
Αυτά είπε. Και με πολύ μεγάλη ευκολία, πήδηξε πάνω σε ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...
- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι.Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είναι αστείο να τρέχω μόνο μου στον ουρανό...
Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως – δε σας τ ορκίζομαι - το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεε ... ωωωωωωω... Είναι κανείς εδώ;Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιός θα μπορούσε να μου πει πως θα ξαναγυρίσω πίσω;
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήταν άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανείς.
- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω.
Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; Εεεεε....ωωωωω.... Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ;
Τότε μια μικρή φωνούλα έφτασε στ αυτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή σαν να βγαίνε από μέσα του.
- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!
- Μου μίλησε κανείς; Τίποτα δε βλέπω.
- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου.Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στο Γαλαξία.Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου.Εγώ μόνο μπορώ να σε γυρίσω πίσω.
Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω απ τη γη., κι έτσι ύστερα σιγά – σιγά θα κατεβούμε.
Μόνο που έχω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι ενέργεια μου έχει σχεδόν εξαντληθεί.
Για να γυρίσουμε, θα πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...
- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω;
- Ξέρω κι εγώ;...το τρίχωμα σου, τις πατούσες σου, ένα κομμάτι απ την καρδιά σου...
- Το τρίχωμα μου και οι πατούσες μου είναι δικά σου.Μόνο που καρδιά δεν έχω πια.Την πήρε ο ασβός μαζί του.Κι αυτό δεν αλλάζει...
- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου.Ελπίζω να μας φτάσουν.Καίω την πρώτη...
Μην πονάς πολύ.Μην κλαις, δεν το αντέχω.Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.
Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά...Το σκιουράκι, μ ένα πόδι, κοίταζε τη γη – τόσο μικρούλα – κι όμως του φάνηκε πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.
Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι αυτόν.Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω.Τίποτα άλλο.
- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά.Το κέντρο της ζωής σου είναι αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του.Κι όμως είναι άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ αυτό...
- Σσσσσς! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη! είπε η ηλιαχτίδα...Καίω τη δεύτερη πατούσα. Κατεβαίνουμε ...
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα,μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε.
Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθάρα, τα δέντρα, τα πουλάκια, του ποτάμι και ξαφνικά...
Πλάτς!Και μετά τίποτα...
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται,πόναγε σ όλο του το κορμί.
Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του βαζε οινόπνευμα κι ύστερα του φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει,και του βαζε επιδέσμους και το χάιδευε....
-Ο ασβός μου! σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.
Όμως είδε να σκύβει από πάνω του ένας κάστορας.
Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ’αστεία μουσούδα,που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στα μάτια του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό,που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε.
Κοιτάζονταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα....
- Μπορείς να μ'αγαπάς;
Το σκιουράκι αναστέναξε χωρίς καθόλου λύπη.
- Φοβάμαι πως δε μπορώ.Δεν έχω πια καρδιά για να σ αγαπήσω...
- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ΄τη δική μου.
- Όμως ν αγαπηθούμε πα να πει να τρέχουμε μαζί – κι εγώ δεν έχω πόδια.
- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί; Ν' αγαπηθούμε πάει να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε.Το πιο σπουδαίο είναι να μαστε οι δυό μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέξουμε, ούτε που θα πάμε...
Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ αγαπάς θα σου φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα ναι πιο όμορφα, γιατί θ 'ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ, θα είμαστε εμείς....
Τι έγινε μετά κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα – κι εγώ που να ξέρω;
Λένε πως τους είδανε να φεύγουν για την Ανατολή, περπατώντας και οι δυο με τα χέρια, και να γελάνε...Να γελάνε...Ο απόηχος απ το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δέντρων.
- Λένε!...
Πάντως...ποτέ – μα ποτέ – κανείς δεν τους ξανάδε πια!...

24/6/10

Θυμάμαι.Θυμάσαι?

Σε μια ξένη πόλη,ούτε δική μου ούτε δική σου,εκεί σε πρωτοείδα…
Μπορεί και να μ’ήξερες από παλιά κι απλά με ξαναβρήκες…
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα…Το θυμάσαι;
Photobucket

Την άλλη κιόλας μέρα φτιάξαμε ένα τρένο…
Κίτρινο,κόκκινο,μπλέ το βάψαμε και ταξιδεύαμε τη γη
Τις νύχτες ταξιδεύαμε στον ουρανό…
Αστέρι και σταθμός….
Θυμάσαι;
Photobucket

Βρήκες το πιο μακρινό αστέρι κι είπες να το γυαλίσουμε
να του φυτέψουμε μια λεύκα,να μείνουμε για πάντα εκεί…
Θυμάσαι;
Photobucket

Όταν σου έδινα ένα πορτοκάλι πήγαινε να πεί...ΜΟΝΟ μαζί σου ταξιδεύω…
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα,την πίναμε μισή μισή
Θυμάσαι;
Photobucket


Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ’όλη τη γη να βρώ το πρώτο πρώτο λουλούδι…
Για'σένα βέβαια…
Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ και μου’φερνες ένα κοχύλι…
Θυμάσαι;
Photobucket

Άμα στο ζήταγα γινόσουνα ποτάμι,λίμνη,θάλασσα,ωκεανός…
Κι όταν το ζήταγες γινόμουνα κι εγώ…
Θυμάσαι;
Photobucket

Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα…Καλοπλυμένα…Καλοχτενισμένα…
Και τα δικά σου όνειρα εγώ τα ετοίμαζα…
Θυμάσαι;
Photobucket

Θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου
μ’ένα τεράστιο ροζ αερόστατο;
Σου χάρισα ένα μύλο να τον κρατάς γερά
γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια…
Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ…Το θυμάσαι ακόμη;
Photobucket

Mια νύχτα χάθηκες σ’ ένα μεγάλο δάσος
Είχες το μύλο…δε φοβήθηκες
Κι έτρεξα και σε βρήκα…
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο που μέτραγε ως τα χίλια…
κι ένα τζιτζίκι και μια ζίνα
κι ένα πουκάμισο άσπρο…
Τα θυμάσαι;
Photobucket

Kαι σου’μαθα να ζωγραφίζεις
κάμπους και ποτάμια…
Μη πατάς πολύ το μολύβι σου ’λεγα…
Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο,κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα…
Θυμάσαι;
Photobucket

Και μου ’μαθες να φτιάχνω χάρτινα καράβια
και χάρτινα κινέζικα πουλιά…
Photobucket

Μια μέρα είπαμε…
καιρός πια να εφεύρουμε τη δική μας γραφή,να μη την ξέρει άλλος…
Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι κοντά σ’ένα ποτάμι
πάντα ένα ποτάμι…
Τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;
Photobucket

Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε…
τη σαντιγύ
τον ήλιο
τις αυπνίες
την παλίρροια
το σκούρο μπλε…
Τα θυμάσαι όλα;
Ό,τι δε χώραγε στις λέξεις το κάναμε μικρές μικρές σημαιούλες πολύχρωμες…
>θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
Photobucket

Το μαγικό δωμάτιο που άλλαζε σχήμα ανάλογα με τη στάση του κορμιού μας
Το θυμάσαι;
Kι ήταν φορές που γινόταν ολοστρόγγυλο
Θυμάσαι πότε;
Photobucket

Μαζί διαβάζαμε τα πιο ωραία παραμύθια…
κι όταν μας τέλειωναν αρχίσαμε να παίζουμε δικά μας παραμύθια…
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δύο
Θυμάσαι;
Ήτανε δύο κι ήτανε σαν ένας…Ένας και πολλοί μαζί…
Photobucket

Χωρίζαμε για λίγο μόνο
γιατί αλλιώς πως θ’ανταμώναμε ξανά;
Και σου ’γραφα κάθε στιγμή κάτι τεράστια γράμματα…Κι εσύ ακόμη πιο τεράστια μου'γραφες…
Photobucket

Μια φορά όμως που άργησες…
πρόλαβε κι ήρθε ένας χειμώνας που κράτησε όσο πέντε…
Κι όταν τέλειωσε
ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς και δεν μπορούσες να γυρίσεις…
Έμεινες μακριά και μου ’γραφες
"Η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος…"

Μπορεί…

Όμως,τα πιο ωραία μας ταξίδια δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη…
Σε περιμένω...Έλα!
Θα μετρήσω ως το δέκα...
Photobucket