Κʼ αργοπεθαίνω κάθε φορά που σε σκέφτομαι, κάθε φορά που περνάς από δίπλα μου. Κάθε τσιγάρο που ανάβω είναι η σκέψη μου για σένα, κάθε αποτσίγαρο στο τασάκι, είναι η απουσία σου κ συνάμα ο θάνατός μου, αργός και βασανιστικός. Η νύχτα πνίγεται κ πάλι στο ποτό κ πάλι στο δάκρυ μου, βουβός ο πόνος κι αβάσταχτος για αυτά που η ψυχή μου θέλει να φωνάξει, καρδιά μου.
Κʼ πάλι μένω μόνος στην άκρη του διαδρόμου της ζωής κοιτώντας από το παράθυρο, να φεύγεις ζωή μου. Κυνηγάς τη ζωή κ εγώ την αφήνω να περάσει από τα χέρια μου, περιμένοντας τα μάτια μου να κλείσω κ να σε ονειρευτώ - πάλι εδώ, κάτω από το φως που τρεμοπαίζει. Το φως που κλείσαμε μαζί από το σπίτι που αδειάσαμε, για να γεμίσουμε κάπου αλλού, με νέες εμπειρίες.
Κʼ κάπου εδώ, η ζωή κυλά πιο γρήγορα από το φως που ρίχνει ο σκηνοθέτης της ταινίας, πιο γρήγορα από την απόφαση της ηρωίδας να το «σκάσει» με το παλικάρι, που γνώρισε τυχαία στην πλατεία.
Κʼ κάπου εκεί η ζωή τους ξεκινά σαν παραμύθι, εκεί ακριβώς που ξεκινά το δικό μας θρίλερ, που ξετυλίγεται στην ίδια ακριβώς πλατεία. Την ώρα που ξημέρωνε για όλους, δυο ζωές έπαιρναν τον δρόμο τους, ξημέρωνε μια αδιόρατη απειλή κ για τους δυο. Οι σκιές τους, τους ακολουθούσαν συνέχεια, ότι κ να έκαναν, όπου κ να πήγαιναν. Είναι η εκδίκηση της ψυχής κ της καρδιάς, απέναντι στην ψυχρή λογική κ στον ψεύτικο εγωισμό των ανθρώπων. Είναι η έπαρση που χωρίζει κ σκοτώνει, όχι δεν είναι ο θάνατος, σίγουρα όχι.
Κʼ κάπου εδώ το παραμύθι μας τελειώνει, οι τίτλοι του τέλους πέφτουν, όπως οι σφαίρες στο πεδίο της μάχης. Για επιβίωση. Για επιβεβαίωση. Για τον δυνατότερο. Για τον καλύτερο. Για τον νικητή. Για τον ηττημένο. Για τη χαρά. Για την επιβράβευση. Για το μπράβο.
Κʼ κάπου εκεί τα σώματα πέφτουν, το ίδιο κ οι μάσκες των πολεμιστών.
Κʼ η ψυχή του «καθαρού» κάνει πάρτι στον καθαρό αέρα, γιορτάζει με τα αστέρια την απελευθέρωση της από τον «σατανά», που την είχε μαγέψει, γιατί τα πυρά τα περνούσε για πυροτεχνήματα κ την απάτη για αγάπη...
Κʼ κάπου εκεί ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες της κ πετά σαν πουλί ελεύθερο κ μόνο, όμορφο κ καθαρό στον καθαρό αέρα…
Κʼ κάπου εκεί, η ζωή ξεκινά ξανά. Τα θέλει τα διαλείμματα της, για να ξαποστάσει, για να πιει νερό, το νερό της λησμονιάς, για να ξεχάσει κ να συγχωρέσει όλους όσους την πλήγωσαν κ την έριξαν κάτω.
Μα, εδώ σε θέλω, να σηκωθείς κ να πετάξεις ξανά, όπως τότε, θυμάσαι; Όπως τότε, που προσπαθούσες να κάνεις τα πρώτα σου βήματα στη ζωή κ έπεφτες χιλιάδες φορές κ ξαναπροσπαθούσες κ δε το έβαζες κάτω…
Δε μπορείς καρδιά μου, να συγχωρείς μια ζωή τους περαστικούς, που θέλουν το νερό της ψυχής σου για να επιβιώσουν μες στη νύχτα κ για να χαθούν ξανά, μες στην καταιγίδα της ζωής τους…
Κʼ πάλι μένω μόνος στην άκρη του διαδρόμου της ζωής κοιτώντας από το παράθυρο, να φεύγεις ζωή μου. Κυνηγάς τη ζωή κ εγώ την αφήνω να περάσει από τα χέρια μου, περιμένοντας τα μάτια μου να κλείσω κ να σε ονειρευτώ - πάλι εδώ, κάτω από το φως που τρεμοπαίζει. Το φως που κλείσαμε μαζί από το σπίτι που αδειάσαμε, για να γεμίσουμε κάπου αλλού, με νέες εμπειρίες.
Κʼ κάπου εδώ, η ζωή κυλά πιο γρήγορα από το φως που ρίχνει ο σκηνοθέτης της ταινίας, πιο γρήγορα από την απόφαση της ηρωίδας να το «σκάσει» με το παλικάρι, που γνώρισε τυχαία στην πλατεία.
Κʼ κάπου εκεί η ζωή τους ξεκινά σαν παραμύθι, εκεί ακριβώς που ξεκινά το δικό μας θρίλερ, που ξετυλίγεται στην ίδια ακριβώς πλατεία. Την ώρα που ξημέρωνε για όλους, δυο ζωές έπαιρναν τον δρόμο τους, ξημέρωνε μια αδιόρατη απειλή κ για τους δυο. Οι σκιές τους, τους ακολουθούσαν συνέχεια, ότι κ να έκαναν, όπου κ να πήγαιναν. Είναι η εκδίκηση της ψυχής κ της καρδιάς, απέναντι στην ψυχρή λογική κ στον ψεύτικο εγωισμό των ανθρώπων. Είναι η έπαρση που χωρίζει κ σκοτώνει, όχι δεν είναι ο θάνατος, σίγουρα όχι.
Κʼ κάπου εδώ το παραμύθι μας τελειώνει, οι τίτλοι του τέλους πέφτουν, όπως οι σφαίρες στο πεδίο της μάχης. Για επιβίωση. Για επιβεβαίωση. Για τον δυνατότερο. Για τον καλύτερο. Για τον νικητή. Για τον ηττημένο. Για τη χαρά. Για την επιβράβευση. Για το μπράβο.
Κʼ κάπου εκεί τα σώματα πέφτουν, το ίδιο κ οι μάσκες των πολεμιστών.
Κʼ η ψυχή του «καθαρού» κάνει πάρτι στον καθαρό αέρα, γιορτάζει με τα αστέρια την απελευθέρωση της από τον «σατανά», που την είχε μαγέψει, γιατί τα πυρά τα περνούσε για πυροτεχνήματα κ την απάτη για αγάπη...
Κʼ κάπου εκεί ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες της κ πετά σαν πουλί ελεύθερο κ μόνο, όμορφο κ καθαρό στον καθαρό αέρα…
Κʼ κάπου εκεί, η ζωή ξεκινά ξανά. Τα θέλει τα διαλείμματα της, για να ξαποστάσει, για να πιει νερό, το νερό της λησμονιάς, για να ξεχάσει κ να συγχωρέσει όλους όσους την πλήγωσαν κ την έριξαν κάτω.
Μα, εδώ σε θέλω, να σηκωθείς κ να πετάξεις ξανά, όπως τότε, θυμάσαι; Όπως τότε, που προσπαθούσες να κάνεις τα πρώτα σου βήματα στη ζωή κ έπεφτες χιλιάδες φορές κ ξαναπροσπαθούσες κ δε το έβαζες κάτω…
Δε μπορείς καρδιά μου, να συγχωρείς μια ζωή τους περαστικούς, που θέλουν το νερό της ψυχής σου για να επιβιώσουν μες στη νύχτα κ για να χαθούν ξανά, μες στην καταιγίδα της ζωής τους…